ἰσώσῃ

ἰσώσῃ
ἰσώσηι , ἴσωσις
making equal
fem dat sg (epic)
ἰσάζω
make equal
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
ἰσόω
make equal
aor subj mid 2nd sg
ἰσόω
make equal
aor subj act 3rd sg
ἰσόω
make equal
fut ind mid 2nd sg
ἰ̱σώσῃ , ἰσόω
make equal
futperf ind mp 2nd sg
ἰ̱σώσῃ , ἰσόω
make equal
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ίσωση — η (Α ἴσωσις) [ισώ] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ισώ*, η εξίσωση …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — η 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι ίσο με κάτι άλλο, ίσωση, ισοπέδωμα. 2. (μαθ.), ισότητα μεταξύ δύο μεταβλητών ποσών, που ισχύει μόνο αν δοθούν οι κατάλληλες τιμές σε ορισμένες ποσότητες (ή «άγνωστους») που περιέχονται σ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”